γδάρσιμο

γδάρσιμο
τό
1) сдирание шкуры; 2) сдирание кожуры, кожицы, шелухи; 3) ссадина; 4) перен. шкуродёрство; обираловка, обдираловка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γδάρσιμο" в других словарях:

  • γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση του δέρματος: Μετά το σφάξιμο του ζώου, ακολουθεί το γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα, γρατσουνιά: Από το ατύχημα έπαθε μόνο γδαρσίματα. 3. η οικονομική εξάντληση κάποιου από άλλον, η αισχροκέρδεια: Καταστράφηκε οικονομικά από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση τού δέρματος ζώου, η εκδορά 2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα 3. (για φυτά) η αφαίρεση τού φλοιού 4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα,… …   Dictionary of Greek

  • γδάρμα — το 1. το γδάρσιμο* 2. το δέρμα τού ζώου μετά το γδάρσιμο, η δορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. τού γδέρνω] …   Dictionary of Greek

  • δορά — η (AM δορά) [δέρω] 1. το δέρμα τού ζώου μετά το γδάρσιμο, τομάρι 2. εκδορά, γδάρσιμο (αρσ. μσν.) το δέρμα ζωντανού ζώου …   Dictionary of Greek

  • αγκυλωματιά — η [αγκύλωμα] τρύπημα, γρατζουνιά, γδάρσιμο (από αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • αποφολίδωση — η 1. η αφαίρεση των φολίδων, των λεπιών, απολέπιση 2. το γδάρσιμο ζώου με φολιδωτό δέρμα …   Dictionary of Greek

  • βουδόρος — βουδόρος, ον (Α) 1. αυτός που γδέρνει βόδια 2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών 3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» γι αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + δόρος < δορά < δέρω) …   Dictionary of Greek

  • βούρδουλας — ο 1. μαστίγιο 2. άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βούρδουλας < *βούρδολος < *βούρδορος < αρχ. βουδόρος «αυτός που γδέρνει βόδια ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών». Κατ άλλη άποψη, βούρδουλας < ουσ …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • γρατσούνισμα — και γρατζούνισμα, το γδάρσιμο τής επιδερμίδας με τα νύχια ή αιχμηρό όργανο, αμυχή …   Dictionary of Greek

  • δάρσιμο — το ο δαρμός νεοελλ. έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω έγδειρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»